καρποφόρος

καρποφόρος
καρποφόρος, ον (s. καρποφορέω; Pind., Hdt.+; ins; PSI 171, 40 [II B.C.]; Gk. Parchments fr. Avroman: JHS 35, 1915, 22ff, no. 1 A, 13 [88 B.C.]; Sb 991, 5; 6598, 7; LXX; OdeSol 11:16a; TestSol C prol. 3; JosAs 2:19; ch. 16 cod. A [p. 65, 17 Bat.]; Philo; Jos., Bell. 3, 44, Ant. 4, 85; Just., D. 110, 4; SibOr, Fgm. 3, 5) fruitbearing, fruitful καιροὶ κ. (s. καιρός 1a) Ac 14:17. Cp. J 15:2 D.—DELG s.v. φέρω p. 1190. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρποφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόρος — ο θηλ. και α (AM καρποφόρος, ον) αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.) νεοελλ. 1. ο αποτελεσματικός 2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος αρχ. 1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά… …   Dictionary of Greek

  • καρποφόρος — α, ο 1.αυτός που παράγει καρπούς, καρπερός, γόνιμος: Τα χωράφια αυτά είναι καρποφόρα. 2. προσοδοφόρος, επικερδής: Η επιχείρηση αυτή αποδείχτηκε καρποφόρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρποφόροιο — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg (epic) καρποφόρος masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόροις — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl καρποφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόροισιν — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) καρποφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόρον — καρποφόρος masc/fem acc sg καρποφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόρου — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen sg καρποφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόρους — καρπόφορος fruit bearing masc/fem acc pl καρποφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόρων — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut gen pl καρποφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρποφόρῳ — καρπόφορος fruit bearing masc/fem/neut dat sg καρποφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”